" ΑΚΟΥΣΕ,είπε ο Δαίμων ακουμπώντας το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου. Η χώρα που σου αναφέρω είν' ένας τόπος θλιβερός, στη Λιβύη, στις όχθες του ποταμού Ζαίρ, εκεί δεν υπάρχει ούτε ησυχία , ούτε σιωπή.
"Τα νερά του ποταμού έχουν ένα χρώμα θειαφί κι αρρωστημένο-και δεν κυλούν κατά τη θάλασσα, μόνο αναταράζονται στον αιώνα τον άπαντα, κάτω από το κόκκινο μάτι του ήλιου, με μια κίνηση βουερή και σπασμωδική.Κι απ' τις δύο πλευρές της λασπιασμένης κοίτης του ποταμού, απλώνεται για πολλά μίλια μια κίτρινη έρημος από γιγάντια νούφαρα. Αναστενάζουν το ένα στο άλλο μέσα σ' αυτή τη μοναξιά και τεντώνουν προς τον ουρανό τους ψηλούς και φρικαλέους λαιμούς τους, και κουνούνε δώθε-κείθε τις αιώνιες κεφαλές τους. Κι εν' απροσδιόριστο ψιθύρισμα βγαίνει από μέσα τους, σα να κυλούνε υοοχθόνια νερά. Κι αναστανάζουν το ένα στο άλλο.
"Μα υπάρχουν σύνορα στο βασίλειό τους-τα σύνορα του σκοτεινού, φριχτού και ψηλόκορφου δάσους. Εκεί όπως τα κύματα γύρω στις Εβρίδες, οι θάμνοι αναταράζονται αδιάκοπα. Και όμως καμιά πνοή ανεμου δε φυσά. Και τα ψηλά πανάρχαια δέντρα κουνούν αιώνια δώθε-κείθε μ' ένα πελώριο και καταθλιπτικό αχό.. Κι από τις ψηλές κορφές τους πέφτουν αιώνια, μιά-μιά, σταλαματιές δροσιάς. Και στις ρίζες τους, φαρμακερά λουλούδια αναδεύονται μες τον ανήσυχο ύπνο τους. Και ψηλά, μ' ένα δυνατό θρόισμα, τα γκρίζα σύννεφα τρέχουν ορμητικά, αιώνια προς τη δύση, ώσπου κυλούνε ίδιος καταρράχτης πάνω από το φλογισμένο τοίχο του ορίζοντα. Αλλά καμιά πνοή ανεμου δε φυσά. Και στις όχθες του ποταμο΄υ Ζαίρ δεν υπάρχει ούτε ησυχια ούτε σιωπή.
"Ητανε νύχτα και έβρεχε, και η βροχή, όσο έβρεχε, ήταν βροχή, μα όταν πιά έπεφτε , ήταν αίμα. Κι εγώ στεκόμουνα στο βάλτο, ανάμεσα στα ψηλά νούφαρα, κι η βροχή έπεφτε πάνω στο κεφάλι μου- και τα νούφαρα αναστέναζαν το ένα στο άλλο, επιβκητικά κι επίσημα μες την απελπισία τους.
"Και ξαφνικά, το φεγγάρι ανάτειλε μες απο την ανάρια και χλωμή καταχνιά, και το χρώμα του ήτανε κατακόκκινο. Και τα μάτια μου έπεσαν πάνω στον πελώριο γκρίζο βράχο που ορθωνότανε πλάι στην οχθη του ποταμού, και που τον φώτιζε το φως του φεγγαριού. Κι ο βράχος ήταν γκρίζος , φαντασματικός και ψηλός- κι ήταν γκρίζος ο βράχος.
"Στο μπροστινό του μέρος ήταν σκαλισμένα γράμματα, κι εγώ προχώρησα μεσ' το βάλτο με τα νούφαρα, ώσπου έφτασα κοντά στην ακροποταμιά, για να μπορέσω να διβάσω τα γράμματα. Μα δεν μπόρεσα να τα ξεδιαλύνω. Ετοιμαζόμουν να γυρίσω πίσω στο βάλτο, όταν το φεγγάρι έλαμψε πιό κόκκινο ακόμα, και γύρισα και ξανακοίταξα το βράχο και τα γράμματα- και τα γράμματα έλεγαν ΕΡΗΜΩΣΗ.
"Και αναθώρησα, κι ένας άνθρωπος στεκότανε στην κορφη του βράχου, κι εγώ κρύφτηκα ανάμεσα στα νο΄θφαρα για να κατασκοπεύω τις κινήσεις του ανθρώπου. Κι ο άνθρωπος ήταν ψηλός κι επιβλητικός, τυλιγμένος από τους ώμους ώς τα πόδια μέσα στην τήβενο της Αρχαίας Ρώμης. Και το περίγραμμα του κορμιού του ήταν θα;μπό - αλλά τα χαρακτηριστικά του΄ήτα χαρακτηριστιά θεότητας, γιατί ο μανδύας της ν΄θχτας, και της καταχνιάς, και του φεγγαριού, και της δροσου, έίχαν αφήσει ξέσκεπα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Και το μέτωπό του ήταν ψηλό από τη σκέψη, και η ματιά του γεμάτη φροντίδες, και στις λιγοστές ρυτίδες πάνω στα μάγουλά του διάβασα τη θλίψη, την κούραση και την αηδία για την ανθρωπότητα, και μια λαχτάρα για μοναξιά.
"Κι ο άνθρωπος κάθησε πάνω στο βράχο, έγειρε το κεφάλι πάνω στο χέρι του, κι αγνάντεψε την ερήμωση. Κοίταξε κάτω τους ταραγμένους βράχους και ψηλά τα θεόρατα πανάρχαια δέντρα, κι ακόμα πιο ψηλά τον ουρανό που θρόιζε και το κατακίκκινο φεγγάρι. Κι εγώ ήμουν κρυμμένος μέσα στα νούφαρα και περατηρούσα τις πράξεις του ανθρώπου. Κι ο άνθρωπος έτρεμε μέσα στη μοναξι'α- μα η νύχτα προχωρούσε, κι αυτός καθόταν πάνω στο βράχο.
"Κι ο άνθρωπος αποτράβηξε τα μάτια του από τον ουρανό και κοόταξε το θλιβερό ποτάμι, το Ζαίρ και τ' αρρωστημενα κίτρινα νερά και το χλωμό πλήθος των νούφαρων. Κι ο άνθρωπος αφουγκράστηκε τους ανασταναγμούς των νούφαρων και το ψιθύρισμα που ανάδιναν. Κι εγώ, καλά κρυμμένος, παρατηρούσα τις πράξεις του ανθρώπου. Μα η νύχτα προχωρούσε κι αυτός καθόταν πάνω στο βράχο.
"Τότε προχώρησα πιο βαθειά μέσα στο βάλτο, κι ακόμα πιο βαθειά τσαλαβουτόντας μέσα στην ερημιά των νούφαρων, και κάλεσα τους ιπποπόταμους, που κατοικούν ανάμεσα στις φτέρες, στ' απόμερα του βάλτου. Κι οι ιπποπόταμοι άκουσαν τη φωνή μου κα ήρθαν, μαζί με το βεχεμώθ, στα πόδια του βράχου, και βρυχήθηκαν δυνατά και τρομακτικά κάτω από το φεγγάρι. Κι εγώ καθόμουνα κρυμμένος και παρατηρούσα τις πράξεις του ανθρώπου. Κι ο άνθρωπος έτρεμε στη μοναξιά- μα η νύχτα προχωρούσε κι αυτός καθόταν πάνω στο βράχο.
"Τότε θύμωσα και καταράστηκα , με την κατάρα της σ ι ω π ή ς, το ποτάμι και τα νο΄θφαρα, και τον άνεμο, και το δάσος, και τον ουρανό και τη βροχή, και τους ανασταναγμο΄υς των νούφαρων. Και η κατάρα μου έπιασε, και σώπασαν. Και το φεγγάρι σταμάτησε ν' ανεβαίνει το μονοπάτι του στον ουρανό...κι βροντή έσβησε στ' απόμακρο...κι η αστραπή δεν άσταψε...και τα σύννεφα κρέμονταν ακίνητα...και τα νερά κατακάθισαν και γαλήνεψαν...και τα δέντρα έπαψαν να σαλεύουν, και τα νο΄υφαρα δεν αναστέναζαν πιά- και το ψιθυρισμά τους δεν ακουγότανε, ούτε καν ακουγότανε ώς κι ίσκιος κάποιου ήχου πέραώς πέρα στον απέραντο ερημότοπο. Και κοίταξα τα γράμματα πάνω στο βράχο, και είχανε αλλάξει. Και τα γράμματα έλεγαν ΣΙΩΠΗ.
"Και τα μάτια μου έπεσαν πάνω στην όψη του ανθρώπου, και η όψη του ήτανε χλωμή από τον τρόμο. Και βιαστικά σήκωσε το κεφάλι του από το χέρι του και στάθηκε στην άκρη του βράχου κα αφουγκράστηκε. Αλλά καμμιά φωνή δεν ακουγότανε σ' ολόκληρη την απέραντη ερημιά-και τα γράμματα πάνω στο βράχο έλεγαν ΣΙΩΠΗ. ΚΙ ο άνθρωπος αναρίγησε, απ-όστρεψε το πρόσωπό του κι έφυγε βιαστικά μακριά, έτσι που τον εχασα απ' τα μάτια μου."
Κι όταν ο Δαίμων τέλειωσε την αφήγησή του, έπεσε πάλι μέσα στο άνοιγμα του τάφου και γελούσε. Κι εγώ δεν μπορούσα να γελάσω μαζί με τον Δαίμονα, κι αυτός με καταράστηκε, γιατί δεν μπορούσα να γελάσω. Κι ο λύγγας που κατοικούσε αιώνια στο τάφο, βγήκε από εκεί μέσα και ξάπλωσε στα πόδια του Δαίμονα, και στύλωσε τα μάτια του πάνω στο πρόσωπό του...
ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ-¨"Αλλόκοτες Ιστορίες"