Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Γιατι ,το ονειρο τι αλλο ειναι παρα σκια ?





Πολεμοντας με σκιες και φαντασματα
Γιατι το ονειρο τι αλλο ειναι παρα σκια?
Ενας φανταστικος ερωτας προς ενα φανταστικο αντικειμενο.
Στεκεις εκει δυο ματια μονο
Χωρις περιγραμμα
Χωρις χαρακτηριστικα
Χωρις ταυτοτητα
Παρουσια απο το πουθενα
Ετσι ξαφνικα φετος το καλοκαιρι
Ποιος ανεμος σ' οδηγησε διπλα μου
Ποιο κυμα σ' ακουμπησε στα δαχτυλα μου
Ποιο τραγουδι ψελλισε τ' ονομα σου
Σε ποιου παραμυθιου το τραγικο φιναλε
Γονατισα και σε βρηκα
Πριγκηπας και Χριστος και Αγγελος
Φυλακας και τιμωρος
Για μενα που παντα σε περιμενα
Που στα περιθωρια των βιβλιων
Εγραφα την μορφη σου
Και με ασπρομαυρα χρωματα
Ζωγραφιζα συννεφακια και καρδουλες
Που κρατησα την παρθενια της ψυχης
Που κανεναν δεν αφησα να αγγιξει
Την αγνοτητα της σκεψης
Που κανεις δεν βεβηλωσε την ματια μου
Με τα αναξια βλεμματα του
Για σενα οι πιο αγνες σκεψεις μου
Και αυτο το σωμα που κανενας
δεν καταφερε να κατακτησει
Και αυτο δικο σου
Δωρα και αναθηματα
Για τη μεγαλη νυχτα
Εγω που ποτε δεν φανερωσα σε κανενα τους
Τους δρομους τους μυστικους που ακολουθησα
Μεχρι να φτασω διπλα σου
Μεχρι να ανασανω την αγια πνοη σου
Κρυβοντας απο ολους τις συνταγες
τις αλεξανδρινες που σκαρωνα
Κρυφα- αργα τις νυχτες
Για να ταίζω του ερωτα μας τις ορεξεις
Και τα βοτανια που ενα-ενα με σχολη
Διαλεξα σε απατητα μερη
Και μονοπατι ερημικα
Για να γιατρεψω μια-μια τις πληγες σου
Και αφιονια φερμενα απ'την ανατολη
Για να ξελογιασω και να αποπλανησω
Την αρρωστη ψυχη σου
Να την κανω να ξεχασει και να ξεχαστει
Σε μια καινουργια μοιραια περιπετεια
Αντ' αυτου να περαληρω ,πατοντας
Πανω στα βηματα καταραμενων ποιητων
Να πινω και να καπνιζω αμετρητα θανατερα τσιγαρα
Εκλιπαροντας ατελειωτες ωρες
Για δυο λεξεις παρηγορια
Για ενα χαδι
Για ενα χερι να σκουπισει
Τα δακρυσμενα βλεφαρα
Για του υπνου την γλυκα
Που μητε ολα τα υπνωτικα του κοσμου
Μητε ο μανδραγορας
Δεν θα μου ξαναδωσει πισω
Και αγνωστες και τρομακτικες
Μαγειες να χειριζομαι μηπως
Και σε ξαναβρω στον υπνο ή τον ξυπνιο σου
Ετσι να σου δειξω οτι ειμαι εδω διπλα
Οτι ολη μερα και ολη νυχτα
Με την δικη σου σκεψη πορευομαι
Και κανεναν δεν αφηνω να αποσχολει με την μικροτητα του
Τις δικες σου στιγμες
Τις στιγμες που με τις δικες μουσικες ταξιδευω
Και απομονωνομαι και δραπετευω
Και μοναχικα ανιχνευω
Βημα το βημα την ψυχη σου
Και ετσι σε νοιωθω και ετσι σε ακολουθω
Χρησιμοποιωντας καθε νομιμο και ανομο τροπο
Για να φτασω επιτελους και να αγγιξω
Το απυθμενο βαθος των ματιων σου....

Tελικα, μονος ο καθενας μας, θ' ακουσει το ραγισμα ενος αστρου αργα τη νυχτα...,

Ακριδες φλυαρουνε στις πηγες
πλαι στο χρυσαφενιο φραχτη.
Λεκεδες παχνης δινουν στις κουρτινες
μιαν αποχρωση ψυχρας.
Η λαμπα μου κοντευει να σβησει
και το μυαλο μου σταματα.
Τραβω τα στορια και κοιτω
σταναζοντας το φεγγαροφωτο.
Ομορφος σα λουλουδι ο καλος μου,
τουτη την ωρα βρισκεται πολυ μακρια.
Ψηλα, τ'ουρανου το βαθυ γαλαζιο.
Εδω κατω , η απλοσυνη των νερων.
Μακρυς ο δρομος, ουρανος απεραντος,
κι αναμεσα τους, της ψυχης μου
το θλιβερο φτερουγισμα.
Η ψυχη μου και στ' ονειρο
δεν μπορει να διαβει τ' ατελειωτα βουνα.

Ερωτικη αναμνηση
που σκιζει την καρδια.

Σκοτεινιαζει και τα λουλουδια
πνιγονται μεσα στην παχνη.
Το φεγγαροφωτο χλωμιαζει
κι η θλιψη μου διωχνει το υπνο.
Πανω σ' αυτη την πολυτιμη κιθαρα
ψαχνω το σκοπο της ερημιας,
και στον αρμονικο αυλο προσπαθω να ταιριαξω
το τραγουδι των δυο κυκνων.
Οι μελωδιες αυτες κρυβουνε καποιο νοημα
που κανεις δεν μπορει να διδαξει.
Θαθελα με μιαν ανοιξιατικη πνοη
να πεταξω στην ερημο της Μογγολιας,
να σου φερω την σκεψη μου
κατω απο τον ουρανο που σκεπασε τον χωρισμο μας.
Αυτα τα ματια που αλλοτε
βλεμματα ριχναν παιχνιδιαρικα,
σημερα γιναν δυο αστειρευτες πηγες δακρυων.
Σαν εισαι απιστος ,η καρδια μου ξεσκιζεται.
Οταν γυρνω τρεχω αμεσως στον καθρεφτη μου.
Σαν ο καλος μου ηταν εδω, τα λουλουδια γεμιζαν το σπιτι.
Απο τοτε που εφυγε, στο ερημικο κρεββατι μου
τα σκεπασματα κουβαριαζονται
και δεν μπορω να ξαποστασω.
Τρια χρονια κιολας περασαν και τ' αρωμα υπαρχει ακομα.

Το αρωμα δε χαθηκε,
ομως εκεινος δεν γυριζει.

ΚΑΙ ΕΓΩ ΤΟΝ ΑΓΑΠΑΩ ΠΑΝΤΑ, ενω τα φυλλα πεφτουνε
και το γρασιδι σκεπαζοντας τη σκαλα ρουφαει τη δροσια...
ΛΙ-ΤΑΙ-ΠΟ ο μεγαλος κινεζος ποιητης της λαμπροτερης περιοδου
της κινεζικης ποιησης.
Ρεμπελος και μεθυσος, αποτελει λαμπρο παραδειγμα ανευθυνοτητας στα κινεζικα γραμματα.
Τραγουδησε στ' αμετρητα ποιηματα του, το κρασι και τη μεθη, τη γυναικεια χαρη,
τη φιλια, τον ερωτα, τον πολεμο και τημ ομορφια της φυσης.
Πνιγηκε μια βραδυα καθως εσκυβε πανω
απ' τα νερα του Γιανγκτσε
πεοσπαθωντας να πιασει
το ειδωλο του φεγγαριου...